- ατμοπλοϊκός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει σχέση με την ατμοπλοΐα («ατμοπλοϊκή εταιρεία»)2. εκείνος που γίνεται με ατμόπλοιο («ατμοπλοϊκές συγκοινωνίες»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατμοπλοϊκός — ή, ό επίρρ. ώς αυτός που ανήκει στην ατμοπλοΐα ή γίνεται με ατμόπλοια: Οι ατμοπλοϊκές συγκοινωνίες έχουν σχεδόν εκτοπιστεί από τις αεροπορικές και τις αυτοκινητικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)